- κλοποφορῶ
- κλοποφορέωsteal frompres subj act 1st sg (attic epic doric)κλοποφορέωsteal frompres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλοποφορώ — κλοποφορῶ, έω (AM) κλέβω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλοπή + φορῶ (< φόρος < φόρος)] … Dictionary of Greek
κλοποφορία — κλοποφορία, ἡ (Μ) [κλοποφορώ] κλοπή … Dictionary of Greek
κλοποφόρημα — κλοποφόρημα, τὸ (Α) [κλοποφορώ] κλεμμένο αντικείμενο … Dictionary of Greek